- κερκιδικός
- η , ό[ν] анат. лучевой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κερκιδικός — ή, ό ανατ. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην κερκίδα τού αντιβραχίου (α. «κερκιδική αρτηρία» β. «κερκιδικό νεύρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radial. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου] … Dictionary of Greek